τελειοΰμνητος

τελειοΰμνητος
-ον, Α
αυτός που έχει πλήρως υμνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -ύμνητος (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ-ύμνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”